- βρικόλος
- οο βουκόλος.[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τύπος του βουκόλος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βρικόλακας — ο και βρυκόλακας και βρυκόλαξ και βουρκόλακας και βουλκόλακας και βουρβούλακας 1. ο νεκρός που βγαίνει από τον τάφο και κακοποιεί τους ζωντανούς 2. αυτός που περιπλανιέται τη νύχτα σε έρημους τόπους 3. κάποιος που φέρνει δυσάρεστες αναμνήσεις και … Dictionary of Greek